νηπιόεις: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(6_8)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπιόεις''': -εσσα, -εν, ποιητ. ἀντὶ [[νήπιος]], Α. Β. 1089.
|lstext='''νηπιόεις''': -εσσα, -εν, ποιητ. ἀντὶ [[νήπιος]], Α. Β. 1089.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηπιόεις]], -εσσα, -εν (Μ)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[νήπιος]]) αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[νήπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγρι</i>-<i>όεις</i>, <i>μελαν</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. ἀντὶ νήπιος, Α. Β. 1089.

Greek Monolingual

νηπιόεις, -εσσα, -εν (Μ)
(ποιητ. τ. αντί νήπιος) αυτός που συμπεριφέρεται σαν νήπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αγρι-όεις, μελαν-όεις)].