ὑφόρμιον: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
(6_21)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφόρμιον''': τό, ([[ὅρμος]]) κόσμημά τι χρυσοῦν, Εὐστάθ. 1150. 24· «κόσμου [[εἶδος]]» Φώτ. «[[ὑφόρμιον]]· χρυσοῦν [[κοσμάριον]]» Ἡσύχ.
|lstext='''ὑφόρμιον''': τό, ([[ὅρμος]]) κόσμημά τι χρυσοῦν, Εὐστάθ. 1150. 24· «κόσμου [[εἶδος]]» Φώτ. «[[ὑφόρμιον]]· χρυσοῦν [[κοσμάριον]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, <b>Φώτ.</b>, <b>Ευστ.</b>) χρυσό [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρμος]] (Ι) «[[κόσμημα]] για τον λαιμό, [[περιδέραιο]]»].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφόρμιον Medium diacritics: ὑφόρμιον Low diacritics: υφόρμιον Capitals: ΥΦΟΡΜΙΟΝ
Transliteration A: hyphórmion Transliteration B: hyphormion Transliteration C: yformion Beta Code: u(fo/rmion

English (LSJ)

τό, (

   A ὅρμος 1) necklace, Ael. Dion.Fr.417.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμιον: τό, (ὅρμος) κόσμημά τι χρυσοῦν, Εὐστάθ. 1150. 24· «κόσμου εἶδος» Φώτ. «ὑφόρμιον· χρυσοῦν κοσμάριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ (κατά τον Ησύχ., Φώτ., Ευστ.) χρυσό περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅρμος (Ι) «κόσμημα για τον λαιμό, περιδέραιο»].