φιλόπτορθος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόπτορθος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς πτόρθους, τοὺς νέους κλάδους, ἐπίθ. τῶν μελισσῶν, Νόνν. Διονυσ. 13. 261.
|lstext='''φῐλόπτορθος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς πτόρθους, τοὺς νέους κλάδους, ἐπίθ. τῶν μελισσῶν, Νόνν. Διονυσ. 13. 261.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για μέλισσες) αυτός που του αρέσουν τα τρυφερά κλαδιά, τα βλαστάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτόρθος]] «νεαρό, τρυφερό [[βλαστάρι]]»].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόπτορθος Medium diacritics: φιλόπτορθος Low diacritics: φιλόπτορθος Capitals: ΦΙΛΟΠΤΟΡΘΟΣ
Transliteration A: philóptorthos Transliteration B: philoptorthos Transliteration C: filoptorthos Beta Code: filo/ptorqos

English (LSJ)

ον,

   A loving young shoots, epith. of bees, Nonn.D.13.261.

German (Pape)

[Seite 1284] junge Sprossen, Schößlinge liebend, Beiw. der Biene, Nonn. D. 13, 261.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπτορθος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς πτόρθους, τοὺς νέους κλάδους, ἐπίθ. τῶν μελισσῶν, Νόνν. Διονυσ. 13. 261.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) (για μέλισσες) αυτός που του αρέσουν τα τρυφερά κλαδιά, τα βλαστάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πτόρθος «νεαρό, τρυφερό βλαστάρι»].