ἀναμφήριστος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(6_16) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναμφήριστος''': -ον, ἀδιαφιλονείκητος, [[ἀναμφίβολος]], ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378. | |lstext='''ἀναμφήριστος''': -ον, ἀδιαφιλονείκητος, [[ἀναμφίβολος]], ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.34, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con claridad]] δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.<i>Strom</i>.1.21.101. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἀναμφίβολος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 198] unbestritten, gewiß, Nonn. – Adv -ίστως, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφήριστος: -ον, ἀδιαφιλονείκητος, ἀναμφίβολος, ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiscutible Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.Par.Eu.Io.10.34, cf. Hsch.
2 adv. -ως con claridad δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.Strom.1.21.101.