σπόγγισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(6_22)
(38)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπόγγισμα''': τό, τὸ διὰ σπόγγου ἀποματτόμενον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.
|lstext='''σπόγγισμα''': τό, τὸ διὰ σπόγγου ἀποματτόμενον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[σπογγίζω]]<br />[[καθετί]] που καθαρίζεται, που μαζεύεται με το [[σφουγγάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[καθάρισμα]] με σπόγγο, το [[σφούγγισμα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 922] τό, das mit dem Schwamm Abgewischte, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

σπόγγισμα: τό, τὸ διὰ σπόγγου ἀποματτόμενον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.

Greek Monolingual

το, ΝΜ σπογγίζω
καθετί που καθαρίζεται, που μαζεύεται με το σφουγγάρι
νεοελλ.
το καθάρισμα με σπόγγο, το σφούγγισμα.