σταυροφάνεια: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(38) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταυροφάνεια''': ἡ, (φᾰνῆναι) ἡ [[ἐπιφάνεια]] ἢ [[ἐμφάνισις]] ([[φανέρωσις]]) τοῦ Σταυροῦ, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. σταυροφᾰνῶς, κατὰ τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, Ἀνθ. Π. 1.60. | |lstext='''σταυροφάνεια''': ἡ, (φᾰνῆναι) ἡ [[ἐπιφάνεια]] ἢ [[ἐμφάνισις]] ([[φανέρωσις]]) τοῦ Σταυροῦ, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. σταυροφᾰνῶς, κατὰ τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, Ἀνθ. Π. 1.60. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Μ<br /><b>1.</b> η [[εορτή]] της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού<br /><b>2.</b> [[λιτάνευση]] του σταυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάνεια]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεκρο</i>-[[φάνεια]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, die Erscheinung des heil. Kreuzes, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σταυροφάνεια: ἡ, (φᾰνῆναι) ἡ ἐπιφάνεια ἢ ἐμφάνισις (φανέρωσις) τοῦ Σταυροῦ, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. σταυροφᾰνῶς, κατὰ τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, Ἀνθ. Π. 1.60.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
1. η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
2. λιτάνευση του σταυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -φάνεια (< -φανής < φαίνομαι), πρβλ. νεκρο-φάνεια].