περισίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισίδηρος''': -ον, ἔχων ὁλόγυρα [[σίδηρον]], περικεκαλυμμένος διὰ σιδήρου, Διόδ. 3. 33. | |lstext='''περισίδηρος''': -ον, ἔχων ὁλόγυρα [[σίδηρον]], περικεκαλυμμένος διὰ σιδήρου, Διόδ. 3. 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[γύρω]] [[γύρω]] καλυμμένος με σίδηρο, που έχει [[ολόγυρα]] σίδηρο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A cased with iron, D.S.3.33.
German (Pape)
[Seite 591] rings mit Eisen umgeben, beschlagen, D. Sic. 3, 33.
Greek (Liddell-Scott)
περισίδηρος: -ον, ἔχων ὁλόγυρα σίδηρον, περικεκαλυμμένος διὰ σιδήρου, Διόδ. 3. 33.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που είναι γύρω γύρω καλυμμένος με σίδηρο, που έχει ολόγυρα σίδηρο.