πολυδιοίκητος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(6_18)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδιοίκητος''': -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, [[πνεῦμα]] Σεκούνδου Γνωμ. 1.
|lstext='''πολυδιοίκητος''': -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, [[πνεῦμα]] Σεκούνδου Γνωμ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διαχέεται και διεισδύει [[παντού]] («πολυδιοίκητον πνεῡμα», Σεκούνδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διοίκητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διοικῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>διοίκητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδιοίκητος Medium diacritics: πολυδιοίκητος Low diacritics: πολυδιοίκητος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: polydioíkētos Transliteration B: polydioikētos Transliteration C: polydioikitos Beta Code: poludioi/khtos

English (LSJ)

ον,

   A widely distributed, all-pervading, πνεῦμα Secund. Sent. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῡμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ-διοίκητος].