κενόφοβος: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(6_16) |
(20) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κενόφοβος''': -ον, [[πλήρης]] κενοῦ φόβου, ὁ ψευδῆ φόβον ἔχων, ὁ μάταια φοβούμενος, Φαβωρῖν, ἐν λέξ. [[ψοφοδεής]]. | |lstext='''κενόφοβος''': -ον, [[πλήρης]] κενοῦ φόβου, ὁ ψευδῆ φόβον ἔχων, ὁ μάταια φοβούμενος, Φαβωρῖν, ἐν λέξ. [[ψοφοδεής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κενόφοβος]], -ον (Α)<br />αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο [[γεμάτος]] αδικαιολόγητο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ονειρό</i>-<i>φοβος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φοβος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κενόφοβος: -ον, πλήρης κενοῦ φόβου, ὁ ψευδῆ φόβον ἔχων, ὁ μάταια φοβούμενος, Φαβωρῖν, ἐν λέξ. ψοφοδεής.
Greek Monolingual
κενόφοβος, -ον (Α)
αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο γεμάτος αδικαιολόγητο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ονειρό-φοβος, πολύ-φοβος].