λυριστής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(6_19) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠριστής''': -οῦ, ὁ παίζων τὴν λύραν, Πλιν. Ἐπιστ. 9. 17· - ἴσον τῷ παρὰ τοῖς δοκίμοις [[κιθαριστής]], Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 529. 37· - θηλ. λυρίστρια, ἡ, Αὐγουστῖν. | |lstext='''λῠριστής''': -οῦ, ὁ παίζων τὴν λύραν, Πλιν. Ἐπιστ. 9. 17· - ἴσον τῷ παρὰ τοῖς δοκίμοις [[κιθαριστής]], Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 529. 37· - θηλ. λυρίστρια, ἡ, Αὐγουστῖν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυριστής]], ὁ, θηλ. λυρίστρια (Α) [[λυρίζω]]<br />αυτός που παίζει [[λύρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A player on the lyre, Plin.Ep.9.17.3, Artem.4.72; un-Att. acc. to Hellad. ap. Phot. Bibl.p.529 B.:—fem. λῠρ-ίστρια, ἡ, Sch.Juv.11.162.
Greek (Liddell-Scott)
λῠριστής: -οῦ, ὁ παίζων τὴν λύραν, Πλιν. Ἐπιστ. 9. 17· - ἴσον τῷ παρὰ τοῖς δοκίμοις κιθαριστής, Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 529. 37· - θηλ. λυρίστρια, ἡ, Αὐγουστῖν.
Greek Monolingual
λυριστής, ὁ, θηλ. λυρίστρια (Α) λυρίζω
αυτός που παίζει λύρα.