Δωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6_6)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Δωρίζω''': Δωρ. -ίσδω, μέλλ. -ίσω· -ἀπομιμοῦμαι τοὺς Δωριεῖς εἰς τὸν τρόπον τοῦ βίου, τὴν διάλεκτον ἢ τὴν μουσικήν· ὁμιλῶ Δωριστί, Θεόκρ. 15. 93, Στράβων 333, Πλούτ. 2. 421B.
|lstext='''Δωρίζω''': Δωρ. -ίσδω, μέλλ. -ίσω· -ἀπομιμοῦμαι τοὺς Δωριεῖς εἰς τὸν τρόπον τοῦ βίου, τὴν διάλεκτον ἢ τὴν μουσικήν· ὁμιλῶ Δωριστί, Θεόκρ. 15. 93, Στράβων 333, Πλούτ. 2. 421B.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Δωρίζω:''' Δωρ. -ίσδω, μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μιμούμαι]] τους Δωριείς, τον δωρικό τρόπο ζωής, τη διάλεκτο ή τη [[μουσική]] τους, [[μιλώ]] τη Δωρική Ελληνική, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δωρίζω Medium diacritics: Δωρίζω Low diacritics: Δωρίζω Capitals: ΔΩΡΙΖΩ
Transliteration A: Dōrízō Transliteration B: Dōrizō Transliteration C: Dorizo Beta Code: *dwri/zw

English (LSJ)

Dor. Δωρ-ίσδω,

   A imitate the Dorians in life, dialect, etc., speak Doric Greek, Theoc.15.93, Str.8.1.2, Plu.2.421b:—Pass., to be written in the Doric dialect, δ. τὰ Ἀλκμᾶνος A.D.Synt.279.25.

Greek (Liddell-Scott)

Δωρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλλ. -ίσω· -ἀπομιμοῦμαι τοὺς Δωριεῖς εἰς τὸν τρόπον τοῦ βίου, τὴν διάλεκτον ἢ τὴν μουσικήν· ὁμιλῶ Δωριστί, Θεόκρ. 15. 93, Στράβων 333, Πλούτ. 2. 421B.

Greek Monotonic

Δωρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλ. -ίσω, μιμούμαι τους Δωριείς, τον δωρικό τρόπο ζωής, τη διάλεκτο ή τη μουσική τους, μιλώ τη Δωρική Ελληνική, σε Θεόκρ.