ἀναχαλκεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(6_3) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναχαλκεύω''': [[χαλκεύω]] ἐκ νέου, [[κατεργάζομαι]] ἐπὶ μετάλλων, «τῶν δὲ ἥλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περικεφαλαίαν ἀνεχάλκευσε» Ἀλεξ. Μον. 4064Β. - ἐν γένει, [[ἀνακαινίζω]], ἀνανεῶ, «ἵνα ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς τῷ θανάτῳ κατεσχημένους», Κύριλλ. | |lstext='''ἀναχαλκεύω''': [[χαλκεύω]] ἐκ νέου, [[κατεργάζομαι]] ἐπὶ μετάλλων, «τῶν δὲ ἥλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περικεφαλαίαν ἀνεχάλκευσε» Ἀλεξ. Μον. 4064Β. - ἐν γένει, [[ἀνακαινίζω]], ἀνανεῶ, «ἵνα ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς τῷ θανάτῳ κατεσχημένους», Κύριλλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[refundir]] ἀνδριάντα Chrys.M.62.351.<br /><b class="num">2</b> fig. [[restablecer]], [[renovar]] ἵνα τὴν ἀνθρώπου φύσιν ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν Cyr.Al.M.69.1228B<br /><b class="num">•</b>fig. [[devolver la vida]], [[resusucitar]] Cosm.Ind.<i>Top</i>.3.18. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
A forge anew, τὰς πύλας Ps.-Callisth.3.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαλκεύω: χαλκεύω ἐκ νέου, κατεργάζομαι ἐπὶ μετάλλων, «τῶν δὲ ἥλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περικεφαλαίαν ἀνεχάλκευσε» Ἀλεξ. Μον. 4064Β. - ἐν γένει, ἀνακαινίζω, ἀνανεῶ, «ἵνα ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς τῷ θανάτῳ κατεσχημένους», Κύριλλ.
Spanish (DGE)
1 refundir ἀνδριάντα Chrys.M.62.351.
2 fig. restablecer, renovar ἵνα τὴν ἀνθρώπου φύσιν ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν Cyr.Al.M.69.1228B
•fig. devolver la vida, resusucitar Cosm.Ind.Top.3.18.