προσαπολύω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
(6_1) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαπολύω''': [[ἀπολύω]], [[ἀπαλλάσσω]] [[προσέτι]], τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς Βίος Ἰσοκρ. | |lstext='''προσαπολύω''': [[ἀπολύω]], [[ἀπαλλάσσω]] [[προσέτι]], τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς Βίος Ἰσοκρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Μ [[ἀπολύω]]<br />[[ελευθερώνω]] κάποιον από [[κάτι]] [[ακόμη]] («τοῡτο αὐτὸν πολὺ [[πλέον]] προσαπολύει τῆς διαβολῆς», Βί. Ισοκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A set free besides, αὐτὸν τῆς διαβολῆς Vit.Isoc.p.255 Westermann.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπολύω: ἀπολύω, ἀπαλλάσσω προσέτι, τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς Βίος Ἰσοκρ.
Greek Monolingual
Μ ἀπολύω
ελευθερώνω κάποιον από κάτι ακόμη («τοῡτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς», Βί. Ισοκρ.).