διογκόω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(6_6) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διογκόω''': ἐξογκῶ, [[στόμα]] Ἑρμογ. ἐν Walz Rhett. 3. 224. -Παθ., πρήσκομαι, Ἱππ. Ὀξ. 385, 388· μεταφ., ἐπαίρομαι, ἀνυψοῦμαι, Ἀρτεμ. 1. 14. | |lstext='''διογκόω''': ἐξογκῶ, [[στόμα]] Ἑρμογ. ἐν Walz Rhett. 3. 224. -Παθ., πρήσκομαι, Ἱππ. Ὀξ. 385, 388· μεταφ., ἐπαίρομαι, ἀνυψοῦμαι, Ἀρτεμ. 1. 14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[hinchar]], [[hacer crecer]] τὸν πυρόν Plu.2.676b, τὸ ὀπτικόν Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.59, en v. pas. διογκούμενοι ... μαστοί por la leche, Sor.55.16, cf. 83.8, τὸ σκέλος ... διογκωθέν Plu.<i>Ages</i>.27<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[hincharse]] ἡ κοιλίη Hp.<i>Acut</i>.28, Mnesith.Ath.51.51<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ ἔρις ... πρὸς μέγα δή τι κακοῦ διογκοῦται Heraclit.<i>All</i>.29, c. dat. τιμαῖς διογκούμενοι Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.452.3<br /><b class="num">•</b>fig. en v. pas. [[estar cargado, saturado]] πολλὰ κτήσεται ... χρήματα, ὡς καὶ διογκωθῆναι Artem.1.14.<br /><b class="num">2</b> del habla [[hacer abrir]] λέξις σεμνὴ ... διογκοῦσα τὸ στόμα Hermog.<i>Id</i>.1.6 (p.247)<br /><b class="num">•</b>de algunas vocales [[producir amplitud]] τὸ ω̅ καὶ τὸ α̅ διογκοῖ τὸν λόγον la omega y la alfa dan amplitud al discurso</i> al pronunciarse c. la boca más abierta, Hermog.<i>Id</i>.1.6 (<i>ib</i>.), fig., en v. pas. λέξεις διωγκωμέναι expresiones hinchadas e.e. amplificadas</i> ref. a las metáforas, Hermog.<i>Id</i>.1.6 (p.248).<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[desbordarse]] τὸ δὲ τῆς Ἀλβανίδος λίμνης <ὕδωρ> ... διωγκοῦτο de un lago, Plu.<i>Cam</i>.3.<br /><b class="num">2</b> fig. de pers. [[ser promovido]], [[ascender]] ὅταν δέ τινα ἴδητε διογκούμενον μὲν ὡς ... ἄκρον φιλοσοφίας Them.<i>Or</i>.21.251c<br /><b class="num">•</b>[[hincharse]], [[ponerse hueco]] Μαξίμου καὶ Πρίσκου ... σφόδρα γε διογκουμένων, ὅτι ὁ βασιλεὺς ἔφησεν αὐτοῖς συντετυχηκέναι Eun.<i>VS</i> 478. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
A distend, blow out, πυρόν Plu.2.676b; λέξις δ. τὸ στόμα Hermog.Id.1.6; τὸ ω καὶ τὸ ᾱ δ. τὸν λόγον ibid., cf. Alex.Aphr.Pr. 1.59:—Pass., swell or be distended, Hp.Acut.10,28, Plu.Ages.27, Sor.2.37: metaph., to be lifted up, raised to a higher position, Artem. 1.14; to be puffed up, Eun.VSp.478B.; λέξεις διωγκωμέναι (cf. supra) Hermog. l. c.; of a lake, rise, overflow, Plu.Cam.3.
Greek (Liddell-Scott)
διογκόω: ἐξογκῶ, στόμα Ἑρμογ. ἐν Walz Rhett. 3. 224. -Παθ., πρήσκομαι, Ἱππ. Ὀξ. 385, 388· μεταφ., ἐπαίρομαι, ἀνυψοῦμαι, Ἀρτεμ. 1. 14.
Spanish (DGE)
I tr.
1 hinchar, hacer crecer τὸν πυρόν Plu.2.676b, τὸ ὀπτικόν Alex.Aphr.Pr.1.59, en v. pas. διογκούμενοι ... μαστοί por la leche, Sor.55.16, cf. 83.8, τὸ σκέλος ... διογκωθέν Plu.Ages.27
•en v. med.-pas. hincharse ἡ κοιλίη Hp.Acut.28, Mnesith.Ath.51.51
•fig. ἡ ἔρις ... πρὸς μέγα δή τι κακοῦ διογκοῦται Heraclit.All.29, c. dat. τιμαῖς διογκούμενοι Gr.Nyss.Hom.in Cant.452.3
•fig. en v. pas. estar cargado, saturado πολλὰ κτήσεται ... χρήματα, ὡς καὶ διογκωθῆναι Artem.1.14.
2 del habla hacer abrir λέξις σεμνὴ ... διογκοῦσα τὸ στόμα Hermog.Id.1.6 (p.247)
•de algunas vocales producir amplitud τὸ ω̅ καὶ τὸ α̅ διογκοῖ τὸν λόγον la omega y la alfa dan amplitud al discurso al pronunciarse c. la boca más abierta, Hermog.Id.1.6 (ib.), fig., en v. pas. λέξεις διωγκωμέναι expresiones hinchadas e.e. amplificadas ref. a las metáforas, Hermog.Id.1.6 (p.248).
II intr., en v. med.
1 desbordarse τὸ δὲ τῆς Ἀλβανίδος λίμνης <ὕδωρ> ... διωγκοῦτο de un lago, Plu.Cam.3.
2 fig. de pers. ser promovido, ascender ὅταν δέ τινα ἴδητε διογκούμενον μὲν ὡς ... ἄκρον φιλοσοφίας Them.Or.21.251c
•hincharse, ponerse hueco Μαξίμου καὶ Πρίσκου ... σφόδρα γε διογκουμένων, ὅτι ὁ βασιλεὺς ἔφησεν αὐτοῖς συντετυχηκέναι Eun.VS 478.