διογκόω

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διογκόω Medium diacritics: διογκόω Low diacritics: διογκόω Capitals: ΔΙΟΓΚΟΩ
Transliteration A: dionkóō Transliteration B: dionkoō Transliteration C: diogkoo Beta Code: diogko/w

English (LSJ)

distend, blow out, πυρόν Plu.2.676b; λέξις δ. τὸ στόμα Hermog.Id.1.6; τὸ ω καὶ τὸ ᾱ δ. τὸν λόγον ibid., cf. Alex.Aphr.Pr. 1.59:—Pass., swell or be distended, Hp.Acut.10,28, Plu.Ages.27, Sor.2.37: metaph., to be lifted up, raised to a higher position, Artem. 1.14; to be puffed up, Eun.VSp.478B.; λέξεις διωγκωμέναι (cf. supra) Hermog. l. c.; of a lake, rise, overflow, Plu.Cam.3.

Spanish (DGE)

I tr.
1 hinchar, hacer crecer τὸν πυρόν Plu.2.676b, τὸ ὀπτικόν Alex.Aphr.Pr.1.59, en v. pas. διογκούμενοι ... μαστοί por la leche, Sor.55.16, cf. 83.8, τὸ σκέλος ... διογκωθέν Plu.Ages.27
en v. med.-pas. hincharse ἡ κοιλίη Hp.Acut.28, Mnesith.Ath.51.51
fig. ἡ ἔρις ... πρὸς μέγα δή τι κακοῦ διογκοῦται Heraclit.All.29, c. dat. τιμαῖς διογκούμενοι Gr.Nyss.Hom.in Cant.452.3
fig. en v. pas. estar cargado, saturado πολλὰ κτήσεται ... χρήματα, ὡς καὶ διογκωθῆναι Artem.1.14.
2 del habla hacer abrir λέξις σεμνὴ ... διογκοῦσα τὸ στόμα Hermog.Id.1.6 (p.247)
de algunas vocales producir amplitud τὸ ω̅ καὶ τὸ α̅ διογκοῖ τὸν λόγον la omega y la alfa dan amplitud al discurso al pronunciarse c. la boca más abierta, Hermog.Id.1.6 (ib.), fig., en v. pas. λέξεις διωγκωμέναι expresiones hinchadas e.e. amplificadas ref. a las metáforas, Hermog.Id.1.6 (p.248).
II intr., en v. med.
1 desbordarse τὸ δὲ τῆς Ἀλβανίδος λίμνης <ὕδωρ> ... διωγκοῦτο de un lago, Plu.Cam.3.
2 fig. de pers. ser promovido, ascender ὅταν δέ τινα ἴδητε διογκούμενον μὲν ὡς ... ἄκρον φιλοσοφίας Them.Or.21.251c
hincharse, ponerse hueco Μαξίμου καὶ Πρίσκου ... σφόδρα γε διογκουμένων, ὅτι ὁ βασιλεὺς ἔφησεν αὐτοῖς συντετυχηκέναι Eun.VS 478.

Greek (Liddell-Scott)

διογκόω: ἐξογκῶ, στόμα Ἑρμογ. ἐν Walz Rhett. 3. 224. -Παθ., πρήσκομαι, Ἱππ. Ὀξ. 385, 388· μεταφ., ἐπαίρομαι, ἀνυψοῦμαι, Ἀρτεμ. 1. 14.

Russian (Dvoretsky)

διογκόω: вспучивать, раздувать (ἁδρύνειν καὶ δ. τι θερμότητι Plut.); pass. разбухать, пухнуть (διογκωθὲν σκέλος Plut.); вздуваться (ἡ λίμνη διωγκοῦτο Plut.).

German (Pape)

aufblähen, anschwellen, Medic. und A. – Pass., anschwellen, vom See, Plut. Cam. 3; von Geschwulst, Ages. 27.