σκυτάριον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(6_22)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκῦτος]], Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 1. ΙΙ. μικρὰ ἀσπὶς (scutum), Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκουτάριον.
|lstext='''σκῡτάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκῦτος]], Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 1. ΙΙ. μικρὰ ἀσπὶς (scutum), Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκουτάριον.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρό κατεργασμένο [[δέρμα]], δερματάκι<br /><b>2.</b> μικρή [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>άριον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτάριον Medium diacritics: σκυτάριον Low diacritics: σκυτάριον Capitals: ΣΚΥΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: skytárion Transliteration B: skytarion Transliteration C: skytarion Beta Code: skuta/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκῦτος, Anaxil.18.6, POxy.936.23 (iii A.D.).    II little shield (Lat. scutum), Hsch. s.v. ἀσπίδα.

German (Pape)

[Seite 908] τό, dim. von σκῦτος, ῥαπτά Anaxilas dei Ath. XII, 548 c.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκῦτος, Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 1. ΙΙ. μικρὰ ἀσπὶς (scutum), Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκουτάριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. υποκορ. μικρό κατεργασμένο δέρμα, δερματάκι
2. μικρή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + επίθημα -άριον (πρβλ. λιθ-άριον)].