χιλίανδρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῑλίανδρος''': -ον, ὁ περιέχων χιλίους ἄνδρας, ἐν χιλιάνδρῳ πόλει Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε. | |lstext='''χῑλίανδρος''': -ον, ὁ περιέχων χιλίους ἄνδρας, ἐν χιλιάνδρῳ πόλει Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[πλήθος]] ή για [[πόλη]]) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μυρί</i>-<i>ανδρος</i>, <i>τρί</i>-<i>ανδρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A containing a thousand men, πόλις Pl.Plt.292e.
German (Pape)
[Seite 1355] tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλίανδρος: -ον, ὁ περιέχων χιλίους ἄνδρας, ἐν χιλιάνδρῳ πόλει Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για πλήθος ή για πόλη) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μυρί-ανδρος, τρί-ανδρος].