ἑτερόπλευρος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(6_17) |
(14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. [[τρίπλευρος]]). | |lstext='''ἑτερόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. [[τρίπλευρος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑτερόπλευρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άνισες πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>πλευρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with two visible faces, λίθοι SIG247 ii 70 (Delph., iv B.C.); cf. ἁτερόπλευρος. II with unequal sides, Scymn.267.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. τρίπλευρος).
Greek Monolingual
ἑτερόπλευρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)
2. αυτός που έχει άνισες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος)].