ἐπενσαλεύω: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_4) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπενσᾰλεύω''': ἀμεταβ., [[ἐνσαλεύω]] ἐπί, οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες ἐγκεκυφότες μεγαλόφρονες· ἀναφέρεται ἐπὶ τοὺς λέοντας Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 46· πρβλ. [[ἐπισαλεύω]]. | |lstext='''ἐπενσᾰλεύω''': ἀμεταβ., [[ἐνσαλεύω]] ἐπί, οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες ἐγκεκυφότες μεγαλόφρονες· ἀναφέρεται ἐπὶ τοὺς λέοντας Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 46· πρβλ. [[ἐπισαλεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπενσαλεύω]] (Α)<br />(για λιοντάρια) [[σαλεύω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. ἐπισαλεύω.
German (Pape)
[Seite 915] = σαλεύω ἐπί, Arist. physiogn. 813, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενσᾰλεύω: ἀμεταβ., ἐνσαλεύω ἐπί, οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες ἐγκεκυφότες μεγαλόφρονες· ἀναφέρεται ἐπὶ τοὺς λέοντας Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 46· πρβλ. ἐπισαλεύω.
Greek Monolingual
ἐπενσαλεύω (Α)
(για λιοντάρια) σαλεύω σε ορισμένο σημείο («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», Αριστοτ.).