σειρωτός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(6_10)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σειρωτός''': -ή, -όν, δεδεμένος, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.
|lstext='''σειρωτός''': -ή, -όν, δεδεμένος, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>σειρῶ</i> (Ι)]<br />δεμένος με [[σχοινί]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειρωτός Medium diacritics: σειρωτός Low diacritics: σειρωτός Capitals: ΣΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: seirōtós Transliteration B: seirōtos Transliteration C: seirotos Beta Code: seirwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A bound, Sm., Thd.Ex.28.32.

Greek (Liddell-Scott)

σειρωτός: -ή, -όν, δεδεμένος, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [σειρῶ (Ι)]
δεμένος με σχοινί.