σειρωτός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειρωτός Medium diacritics: σειρωτός Low diacritics: σειρωτός Capitals: ΣΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: seirōtós Transliteration B: seirōtos Transliteration C: seirotos Beta Code: seirwto/s

English (LSJ)

σειρωτή, σειρωτόν, bound, Sm., Thd.Ex.28.32.

Greek (Liddell-Scott)

σειρωτός: -ή, -όν, δεδεμένος, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [σειρῶ (Ι)]
δεμένος με σχοινί.