Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Full diacritics: σειρωτός | Medium diacritics: σειρωτός | Low diacritics: σειρωτός | Capitals: ΣΕΙΡΩΤΟΣ |
Transliteration A: seirōtós | Transliteration B: seirōtos | Transliteration C: seirotos | Beta Code: seirwto/s |
σειρωτή, σειρωτόν, bound, Sm., Thd.Ex.28.32.
σειρωτός: -ή, -όν, δεδεμένος, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.
-ή, -όν, Α [σειρῶ (Ι)]
δεμένος με σχοινί.