αἴτημα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἴτημα''': -ατος, τό, [[παράκλησις]], [[ἀπαίτησις]], Πλάτ. Πολ. 566Β, καὶ ἐν τῇ Κ. Δ. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῆ ὅ,τι λαμβάνεται ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 7.
|lstext='''αἴτημα''': -ατος, τό, [[παράκλησις]], [[ἀπαίτησις]], Πλάτ. Πολ. 566Β, καὶ ἐν τῇ Κ. Δ. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῆ ὅ,τι λαμβάνεται ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 7.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />demande.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴτημα Medium diacritics: αἴτημα Low diacritics: αίτημα Capitals: ΑΙΤΗΜΑ
Transliteration A: aítēma Transliteration B: aitēma Transliteration C: aitima Beta Code: ai)/thma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A request, demand, Pl.R.566b, LXX 1 Ki.1.17, Ev.Luc.23.24, PFlor.296.16 (vi A. D.).    II in Logic and Math., postulate, assumption, Arist.APo.76b23, Plu.Demetr.3, Luc.Herm. 74.

Greek (Liddell-Scott)

αἴτημα: -ατος, τό, παράκλησις, ἀπαίτησις, Πλάτ. Πολ. 566Β, καὶ ἐν τῇ Κ. Δ. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῆ ὅ,τι λαμβάνεται ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
demande.
Étymologie: αἰτέω.