παρεμπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
(6_1)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεμπλέκω''': [[ἐμπλέκω]] μετά τινος ἢ [[μεταξύ]], Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι [[μεταξύ]], Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
|lstext='''παρεμπλέκω''': [[ἐμπλέκω]] μετά τινος ἢ [[μεταξύ]], Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι [[μεταξύ]], Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[εμπλέκω]]<br /><b>1.</b> [[μπλέκω]] με [[κάτι]] ή [[μεταξύ]] κάποιων πραγμάτων<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρεμπλέκομαι</i><br />α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με [[κάτι]], περιέχομαι σε [[κάτι]]<br />β) [[είμαι]] αναμεμιγμένος σε [[κάτι]]<br />γ) [[εισάγω]] άνδρες στην [[τάξη]] του στρατεύματος<br /><b>3.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ενυφαίνω]] («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπλέκω Medium diacritics: παρεμπλέκω Low diacritics: παρεμπλέκω Capitals: ΠΑΡΕΜΠΛΕΚΩ
Transliteration A: paremplékō Transliteration B: paremplekō Transliteration C: parempleko Beta Code: paremple/kw

English (LSJ)

   A insert men in ranks, Ascl.Tact.10.17 ; mingle, τῷ ποτῷ τὴν τροφήν Orib. Fr.41 :—Med., prob. in Phot. (παρεπλεξάμην cod.) : metaph., interweave, Eust.2.2, al. :—Pass., to be blended with, contained in, Diph. Siph. ap. Ath.2.57c ; to be involved, Vett. Val.181.35.

German (Pape)

[Seite 515] daneben, dazwischen einflechten, zumischen, Ath. II, 57 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπλέκω: ἐμπλέκω μετά τινος ἢ μεταξύ, Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι μεταξύ, Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.

Greek Monolingual

Α εμπλέκω
1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων
2. μέσ. παρεμπλέκομαι
α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι
β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι
γ) εισάγω άνδρες στην τάξη του στρατεύματος
3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)
4. μτφ. ενυφαίνω («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», Ευστ.).