ἐλεγκτός: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_11) |
(big3_14b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ. | |lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit to be refuted or worthy of reproof, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ ἐλέγχω, ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν censurable, reprobable, Hsch.