διαπλώω: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(6_14)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπλώω''': μέλλ. -ώσω, Ἰων. ἀντὶ [[διαπλέω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 629, κτλ.
|lstext='''διαπλώω''': μέλλ. -ώσω, Ἰων. ἀντὶ [[διαπλέω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 629, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[recorrer]], [[atravesar]] el mar ἁλὸς ... κέλευθα νηί A.R.2.629, διαπλώειν πόντον <i>AP</i> 9.295 (Bianor).<br /><b class="num">2</b> intr. [[navegar]] κεῖθεν δὲ διαπλώουσιν ... εἰς πεδίον Ληλάντιον Call.<i>Del</i>.288<br /><b class="num">•</b>[[nadar]] διαπλώει πτερύγεσσιν una tortuga, Nic.<i>Al</i>.558.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλώω Medium diacritics: διαπλώω Low diacritics: διαπλώω Capitals: ΔΙΑΠΛΩΩ
Transliteration A: diaplṓō Transliteration B: diaplōō Transliteration C: diaploo Beta Code: diaplw/w

English (LSJ)

Ion.

   A = -πλέω, A.R.2.629, Nic.Al.559, AP7.23 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 596] p. = διαπλέω; ᾶλὸς κέλευθα Ap. Rh. 2, 629; πτερύγεσσι Nic. Al. 571; auch βίον, Antp. Sid. 72 (VII, 23).

Greek (Liddell-Scott)

διαπλώω: μέλλ. -ώσω, Ἰων. ἀντὶ διαπλέω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 629, κτλ.

Spanish (DGE)

1 tr. recorrer, atravesar el mar ἁλὸς ... κέλευθα νηί A.R.2.629, διαπλώειν πόντον AP 9.295 (Bianor).
2 intr. navegar κεῖθεν δὲ διαπλώουσιν ... εἰς πεδίον Ληλάντιον Call.Del.288
nadar διαπλώει πτερύγεσσιν una tortuga, Nic.Al.558.