γονατόομαι: Difference between revisions
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
(6_20) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γονᾰτόομαι''': παθ., προσκτῶμαι ἢ ἔχω ἁρμὸν ἢ κόμβον· ἐπὶ χόρτου, καλάμου, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 2, 4, Διοσκ. 3. 58. | |lstext='''γονᾰτόομαι''': παθ., προσκτῶμαι ἢ ἔχω ἁρμὸν ἢ κόμβον· ἐπὶ χόρτου, καλάμου, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 2, 4, Διοσκ. 3. 58. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> bot. de tallos [[desarrollar nudos]] τὰ σιτώδη ... γονατοῦται Thphr.<i>HP</i> 8.2.4, λιγυστικὸν ... γεγονατωμένον Dsc.3.51.<br /><b class="num">2</b> [[estar provisto de coyunturas o rodillas]] λέγομεν μὴ πάντως τὰ ἐπουράνια ἔχειν σώματα γεγονατωμένα Origenes <i>Comm.in Eph</i>.3.14. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A become or be jointed, of grasses, reeds, etc., Thphr.HP8.2.4, Dsc.3.51.
German (Pape)
[Seite 501] pass., Kniee, Knoten bekommen, wie die Rohrhalme, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτόομαι: παθ., προσκτῶμαι ἢ ἔχω ἁρμὸν ἢ κόμβον· ἐπὶ χόρτου, καλάμου, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 2, 4, Διοσκ. 3. 58.
Spanish (DGE)
1 bot. de tallos desarrollar nudos τὰ σιτώδη ... γονατοῦται Thphr.HP 8.2.4, λιγυστικὸν ... γεγονατωμένον Dsc.3.51.
2 estar provisto de coyunturas o rodillas λέγομεν μὴ πάντως τὰ ἐπουράνια ἔχειν σώματα γεγονατωμένα Origenes Comm.in Eph.3.14.