Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὖλε: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(6_22)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὖλε''': χαιρετισμός, ἴδε [[οὔλω]]. - Καθ. Ἡσύχ.: «[[οὖλε]]· ὑγίαινε. ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑγιὲς γενόμενον [[ἕλκος]] οὐλὴν λέγουσι».
|lstext='''οὖλε''': χαιρετισμός, ἴδε [[οὔλω]]. - Καθ. Ἡσύχ.: «[[οὖλε]]· ὑγίαινε. ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑγιὲς γενόμενον [[ἕλκος]] οὐλὴν λέγουσι».
}}
{{bailly
|btext=v. [[οὔλω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

οὖλε: χαιρετισμός, ἴδε οὔλω. - Καθ. Ἡσύχ.: «οὖλε· ὑγίαινε. ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑγιὲς γενόμενον ἕλκος οὐλὴν λέγουσι».

French (Bailly abrégé)

v. οὔλω.