πολύδριον: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6_3)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύδριον''': [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πόλις]], Α. Β. 857, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
|lstext='''πολύδριον''': [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πόλις]], Α. Β. 857, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />(<b>υποκορ. τ.</b>) μικρή [[πόλη]], [[πολίχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κωμ</i>-<i>ύδριον</i>, <i>σχολ</i>-<i>ύδριον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδριον Medium diacritics: πολύδριον Low diacritics: πολύδριον Capitals: ΠΟΛΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: polýdrion Transliteration B: polydrion Transliteration C: polydrion Beta Code: polu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of πόλις, Sch.D.T.p.227 H. (as v.l.), Hsch.

   A s.v. πολίχνια, Gloss.

German (Pape)

[Seite 662] τό, dim. zu πόλις, Phavorin., vgl. Spohn de extrem. parte Od. p. 132.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδριον: [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ πόλις, Α. Β. 857, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(υποκορ. τ.) μικρή πόλη, πολίχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. κωμ-ύδριον, σχολ-ύδριον)].