συνεπιμελητής: Difference between revisions
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] φροντίζων [[περί]] τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109. | |lstext='''συνεπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] φροντίζων [[περί]] τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />coopérateur, auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπιμελέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A fellow-curator, coadjutor, X.Cyr.5.4.17, IG22.1317.2 (both pl.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁμοῦ φροντίζων περί τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
coopérateur, auxiliaire.
Étymologie: συνεπιμελέομαι.