πλοιαρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_22)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλοιαρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πλοῖον]], [[πλοιάριον]], Ψευδοκαλλισθ. Αϳ, 3, ἐν σημειώσει ὡς διάφ. γραφ. τοῦ [[πλοῖον]], Γϳ, 17.
|lstext='''πλοιαρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πλοῖον]], [[πλοιάριον]], Ψευδοκαλλισθ. Αϳ, 3, ἐν σημειώσει ὡς διάφ. γραφ. τοῦ [[πλοῖον]], Γϳ, 17.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πλοιάριον]]<br />μικρό [[πλοιάριο]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοιᾰρίδιον Medium diacritics: πλοιαρίδιον Low diacritics: πλοιαρίδιον Capitals: ΠΛΟΙΑΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: ploiarídion Transliteration B: ploiaridion Transliteration C: ploiaridion Beta Code: ploiari/dion

English (LSJ)

τό, = sq., POxy.602 (ii A.D.), Ps.-Callisth.1.3, dub. in PGiss.11.6 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πλοιαρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πλοῖον, πλοιάριον, Ψευδοκαλλισθ. Αϳ, 3, ἐν σημειώσει ὡς διάφ. γραφ. τοῦ πλοῖον, Γϳ, 17.

Greek Monolingual

τὸ, Α πλοιάριον
μικρό πλοιάριο.