τριακόντορος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριᾱκόντορος''': (ἐξυπακουομ. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοῖον]] ἔχον [[τριάκοντα]] κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. [[πεντηκόντορος]].
|lstext='''τριᾱκόντορος''': (ἐξυπακουομ. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοῖον]] ἔχον [[τριάκοντα]] κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. [[πεντηκόντορος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trente rangs de rames.<br />'''Étymologie:''' [[τριάκοντα]], ἄρω.
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκόντορος Medium diacritics: τριακόντορος Low diacritics: τριακόντορος Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΟΡΟΣ
Transliteration A: triakóntoros Transliteration B: triakontoros Transliteration C: triakontoros Beta Code: triako/ntoros

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ,

   A thirty-oared ship, Th.4.9, X.An.5.1.16, etc.; so written in IG22.1629.121,335 (iv B. C.); but τριακόντερος ib.12.23.4 (restd.), 22.1649.6 (iv B. C.), τριη- Hdt.4.148, 7.97: cf. πεντηκόντορος.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκόντορος: (ἐξυπακουομ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον τριάκοντα κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. πεντηκόντορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente rangs de rames.
Étymologie: τριάκοντα, ἄρω.