κέντριον: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_1)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέντριον''': (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέντρον]], Φιλῆς 28˙ τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον [[μέρος]] τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.
|lstext='''κέντριον''': (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέντρον]], Φιλῆς 28˙ τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον [[μέρος]] τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέντριον]], τὸ (Α) [[κέντριον]]<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]], αλλ. [[κέντιον]]<br /><b>2.</b> βούκεντρο.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντριον Medium diacritics: κέντριον Low diacritics: κέντριον Capitals: ΚΕΝΤΡΙΟΝ
Transliteration A: kéntrion Transliteration B: kentrion Transliteration C: kentrion Beta Code: ke/ntrion

English (LSJ)

τό, a surgical instrument, called modern spelling of κέντιον, Gal.13.407;

   A = βουκέντριον, Suid., cf. EM503.39.

Greek (Liddell-Scott)

κέντριον: (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ κέντρον, Φιλῆς 28˙ τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον μέρος τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κέντριον, τὸ (Α) κέντριον
1. χειρουργικό εργαλείο, αλλ. κέντιον
2. βούκεντρο.