λυκέη: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(6_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠκέη''': (ἐξυπακουομένου τοῦ [[δορά]]), ἡ, δέρμα λύκου, Ἰλ. Κ. 459˙ συνῃρ. [[λυκῆ]], Ἀππ. Ἰβηρ. 48˙ περικεφαλαία ἐξ [[αὐτοῦ]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 16, Ἡσύχ.˙ - πρβλ. [[κυνέη]], κυνῆ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Δ΄, σ. 324. | |lstext='''λῠκέη''': (ἐξυπακουομένου τοῦ [[δορά]]), ἡ, δέρμα λύκου, Ἰλ. Κ. 459˙ συνῃρ. [[λυκῆ]], Ἀππ. Ἰβηρ. 48˙ περικεφαλαία ἐξ [[αὐτοῦ]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 16, Ἡσύχ.˙ - πρβλ. [[κυνέη]], κυνῆ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Δ΄, σ. 324. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[wolf]]-[[skin]], Il. 10.459†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ,
A wolf's-skin, Il.10.459, Hsch.:—contr. λυκῆ App.Hisp.48, Poll.5.16.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκέη: (ἐξυπακουομένου τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λύκου, Ἰλ. Κ. 459˙ συνῃρ. λυκῆ, Ἀππ. Ἰβηρ. 48˙ περικεφαλαία ἐξ αὐτοῦ, Πολυδ. Ε΄, 16, Ἡσύχ.˙ - πρβλ. κυνέη, κυνῆ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Δ΄, σ. 324.