συναποκρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(6_1)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναποκρύπτω''': [[ἀποκρύπτω]] [[ὁμοῦ]], τὸ δὲ [[στέρνον]] Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.
|lstext='''συναποκρύπτω''': [[ἀποκρύπτω]] [[ὁμοῦ]], τὸ δὲ [[στέρνον]] Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>συναποκρύβομαι</i><br />κρύβομαι [[μαζί]] με άλλον («ποῡ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε [[απόκρυψη]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκρύπτω Medium diacritics: συναποκρύπτω Low diacritics: συναποκρύπτω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synapokrýptō Transliteration B: synapokryptō Transliteration C: synapokrypto Beta Code: sunapokru/ptw

English (LSJ)

   A join in concealing, Ael.NA7.25; conceal together, LXXEp.Je.48, Lib.Descr.13.4, etc.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκρύπτω: ἀποκρύπτω ὁμοῦ, τὸ δὲ στέρνον Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῡ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.