ἐναποκινδυνεύω: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6_1) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναποκινδῡνεύω''': [[ἀποκινδυνεύω]] ἔν τινι, [[μάχομαι]] παραβόλως, οὐ μέν τοι καὶ ἐναποκινδυνεῦσαι παντὶ τῷ στόλῳ τολμῶντες Δίων Κ. 49. 2· ἐναποκινδυνεύει, οὐ τῷ παιδὶ μόνον..., ἀλλὰ καὶ αὐτῷ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 9, 4· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει παραβαλλόμενος. | |lstext='''ἐναποκινδῡνεύω''': [[ἀποκινδυνεύω]] ἔν τινι, [[μάχομαι]] παραβόλως, οὐ μέν τοι καὶ ἐναποκινδυνεῦσαι παντὶ τῷ στόλῳ τολμῶντες Δίων Κ. 49. 2· ἐναποκινδυνεύει, οὐ τῷ παιδὶ μόνον..., ἀλλὰ καὶ αὐτῷ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 9, 4· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει παραβαλλόμενος. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[correr el riesgo con]] παντὶ τῷ στόλῳ D.C.49.2.2, τῷ παιδί I.<i>AI</i> 2.219, cf. Hsch.s.u. παραβαλλόμενος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
A run a hazard in or with, στόλῳ D.C.49.2, cf. J.AJ2.9.4.
German (Pape)
[Seite 828] eine Gefahr bestehen, einen Kampf wagen, τινί, Sp., z. B. D. Cass. 49, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποκινδῡνεύω: ἀποκινδυνεύω ἔν τινι, μάχομαι παραβόλως, οὐ μέν τοι καὶ ἐναποκινδυνεῦσαι παντὶ τῷ στόλῳ τολμῶντες Δίων Κ. 49. 2· ἐναποκινδυνεύει, οὐ τῷ παιδὶ μόνον..., ἀλλὰ καὶ αὐτῷ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 9, 4· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει παραβαλλόμενος.
Spanish (DGE)
correr el riesgo con παντὶ τῷ στόλῳ D.C.49.2.2, τῷ παιδί I.AI 2.219, cf. Hsch.s.u. παραβαλλόμενος.