ταχυβάδιστος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
(6_16)
(40)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχῠβάδιστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2, 42.
|lstext='''τᾰχῠβάδιστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2, 42.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βαδίζει [[γρήγορα]], [[ταχυβάμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάδιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαδίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>βάδιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1076] = Folgdm, Adamant. physiogn. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠβάδιστος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2, 42.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχυβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. πολυ-βάδιστος].