καινοδοξέω: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6_8) |
mNo edit summary |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοδοξέω''': ἔχω καινάς, [[νέας]] δόξας, νέα σχέδια [[περί]] τινος (ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσι [[καινοτομέω]]), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16, 11, 1. | |lstext='''καινοδοξέω''': ἔχω καινάς, [[νέας]] δόξας, νέα σχέδια [[περί]] τινος (ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσι [[καινοτομέω]]), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16, 11, 1. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[innovate]]=== | |||
Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: [[vernieuwen]]; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: [[innover]]; German: [[innovieren]], [[erneuern]], [[neuern]]; Greek: [[καινοτομώ]]; Ancient Greek: [[ἐπικαινοτομέω]], [[καινίζω]], [[καινοδοξέω]], [[καινοποιέω]], [[καινοτομέω]], [[καινουργέω]], [[νεοπραγέω]], [[προσκαινουργέω]]; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: [[innovare]]; Norwegian: fornye; Portuguese: [[inovar]]; Slovak: inovovať; Spanish: [[innovar]]; Swedish: förnya | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 14 February 2024
German (Pape)
[Seite 1294] = καινοτομέω, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
καινοδοξέω: ἔχω καινάς, νέας δόξας, νέα σχέδια περί τινος (ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσι καινοτομέω), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16, 11, 1.
Translations
innovate
Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: vernieuwen; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: innover; German: innovieren, erneuern, neuern; Greek: καινοτομώ; Ancient Greek: ἐπικαινοτομέω, καινίζω, καινοδοξέω, καινοποιέω, καινοτομέω, καινουργέω, νεοπραγέω, προσκαινουργέω; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: innovare; Norwegian: fornye; Portuguese: inovar; Slovak: inovovať; Spanish: innovar; Swedish: förnya