ἰσχνοκαλαμώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχνοκᾰλᾰμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, [[ἤγουν]] ἰσχνοκαλαμώδη». | |lstext='''ἰσχνοκᾰλᾰμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, [[ἤγουν]] ἰσχνοκαλαμώδη». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχνοκαλαμώδης]], -ες (Α)<br />(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A with slender reed, Eust.1165.12.
German (Pape)
[Seite 1272] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνοκᾰλᾰμώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, ἤγουν ἰσχνοκαλαμώδη».
Greek Monolingual
ἰσχνοκαλαμώδης, -ες (Α)
(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.