ἱέμεν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(6_12)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱέμεν''': ἱέμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ [[ἵημι]]. ― ἱέμενος, μετοχ. παθ. ἐνεστ. ― Ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἱεμένως, προθύμως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 890.
|lstext='''ἱέμεν''': ἱέμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ [[ἵημι]]. ― ἱέμενος, μετοχ. παθ. ἐνεστ. ― Ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἱεμένως, προθύμως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 890.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 épq. de</i> [[ἵημι]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἱέμεν: ἱέμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἵημι. ― ἱέμενος, μετοχ. παθ. ἐνεστ. ― Ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἱεμένως, προθύμως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 890.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἵημι.