μολιβδόδετος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_17)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολιβδόδετος''': -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 88.
|lstext='''μολιβδόδετος''': -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 88.
}}
{{grml
|mltxt=[[μολιβδόδετος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μολυβδόδετος]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μολιβδόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, Πολυδ. ϛʹ, 88.

Greek Monolingual

μολιβδόδετος, -ον (Α)
βλ. μολυβδόδετος.