κυνοπόταμος: Difference between revisions
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
(6_14) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνοπότᾰμος''': ὁ, «ποταμόσκυλλος», Achmes Ὀνειροκρ. 158. | |lstext='''κῠνοπότᾰμος''': ὁ, «ποταμόσκυλλος», Achmes Ὀνειροκρ. 158. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυνοπόταμος]], ὁ (Μ)<br />ο [[κάστορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποταμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοπότᾰμος: ὁ, «ποταμόσκυλλος», Achmes Ὀνειροκρ. 158.
Greek Monolingual
κυνοπόταμος, ὁ (Μ)
ο κάστορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ποταμός.