θατύς: Difference between revisions

From LSJ

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source
(6_22)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾱτύς''': -ύος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ θεατύς, = [[θεωρία]], Ἡσύχ.
|lstext='''θᾱτύς''': -ύος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ θεατύς, = [[θεωρία]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θατύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θεωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του αρχ. <i>θαητύς</i> (= <i>θεατύς</i>) <span style="color: red;"><</span> δωρ. <i>θᾱέομαι</i> του <i>θεά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θᾱτύς: -ύος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ θεατύς, = θεωρία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θατύς, -ύος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θεωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αρχ. θαητύς (= θεατύς) < δωρ. θᾱέομαι του θεά-ομαι, -ώμαι].