βοῖ: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_22)
(3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοῖ''': ὡς τὸ [[αἰβοῖ]], [[ἐπιφώνημα]] δυσαρεσκείας ἢ περιφρονήσεως, οὔφ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 1066.
|lstext='''βοῖ''': ὡς τὸ [[αἰβοῖ]], [[ἐπιφώνημα]] δυσαρεσκείας ἢ περιφρονήσεως, οὔφ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 1066.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοῖ:''' όπως το [[αἰβοῖ]], επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 452] Interjection, αἰβοῖ βοῖ Ar. Pax 1031, von höhnischem Lachen.

Greek (Liddell-Scott)

βοῖ: ὡς τὸ αἰβοῖ, ἐπιφώνημα δυσαρεσκείας ἢ περιφρονήσεως, οὔφ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 1066.

Greek Monotonic

βοῖ: όπως το αἰβοῖ, επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ.