παναισθησία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_9)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παναισθησία''': ἡ, [[πλήρης]] ζωηρότης τῶν αἰσθήσεων, ἐκ διορθώσεως του Meibom. ἐν Διογ. Λ. 10. 65, ἀντὶ ἀναισθ-.
|lstext='''παναισθησία''': ἡ, [[πλήρης]] ζωηρότης τῶν αἰσθήσεων, ἐκ διορθώσεως του Meibom. ἐν Διογ. Λ. 10. 65, ἀντὶ ἀναισθ-.
}}
{{grml
|mltxt=[[παναισθησία]], ἡ (Α)<br />[[πλήρης]] [[ζωηρότητα]], [[ευρωστία]] τών αισθήσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>αἰσθησία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναισθησία Medium diacritics: παναισθησία Low diacritics: παναισθησία Capitals: ΠΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Transliteration A: panaisthēsía Transliteration B: panaisthēsia Transliteration C: panaisthisia Beta Code: panaisqhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A full vigour of the senses, D.L. 10.65 (Meibom for ἀναισθ-).

Greek (Liddell-Scott)

παναισθησία: ἡ, πλήρης ζωηρότης τῶν αἰσθήσεων, ἐκ διορθώσεως του Meibom. ἐν Διογ. Λ. 10. 65, ἀντὶ ἀναισθ-.

Greek Monolingual

παναισθησία, ἡ (Α)
πλήρης ζωηρότητα, ευρωστία τών αισθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσθησία].