λυγόδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_11) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠγόδεσμος''': -η, -ον, περιτετυλιγμένος διὰ λύγων, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, λυγοδέσμαν... ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη Παυσ. 3. 16, 11. | |lstext='''λῠγόδεσμος''': -η, -ον, περιτετυλιγμένος διὰ λύγων, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, λυγοδέσμαν... ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη Παυσ. 3. 16, 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυγόδεσμος]], -η, -ον, δωρ. θηλ. -α (Α)<br /><b>1.</b> δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) <i>ἡ Λυγοδέσμα</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[Σπάρτη]] («καλοῡσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη<br />περιειληθεῑσα δὲ ἡ [[λύγος]] ἐποίησε τὸ [[ἄγαλμα]] ὀρθόν», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A bound with willow-twigs, epith. of Artemis, Paus.3.16.11.
Greek (Liddell-Scott)
λῠγόδεσμος: -η, -ον, περιτετυλιγμένος διὰ λύγων, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, λυγοδέσμαν... ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη Παυσ. 3. 16, 11.
Greek Monolingual
λυγόδεσμος, -η, -ον, δωρ. θηλ. -α (Α)
1. δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς
2. (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) ἡ Λυγοδέσμα
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Σπάρτη («καλοῡσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη
περιειληθεῑσα δὲ ἡ λύγος ἐποίησε τὸ ἄγαλμα ὀρθόν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + δεσμός (< δέω)].