ὑπηνόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(6_18)
(43)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπηνόβιος''': -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸν βίον γενειάζων, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 2.
|lstext='''ὑπηνόβιος''': -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸν βίον γενειάζων, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σε ολόκληρη τη ζωή του διατηρεί [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπήνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηνόβῐος Medium diacritics: ὑπηνόβιος Low diacritics: υπηνόβιος Capitals: ΥΠΗΝΟΒΙΟΣ
Transliteration A: hypēnóbios Transliteration B: hypēnobios Transliteration C: ypinovios Beta Code: u(phno/bios

English (LSJ)

ον,

   A living by his beard, i.e. by bullying, Pl.Com.124.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηνόβιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸν βίον γενειάζων, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σε ολόκληρη τη ζωή του διατηρεί γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπήνη + -βιος (< βίος), πρβλ. νυκτό-βιος].