ἐρυθρόγραμμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρυθρόγραμμος''': -ον, ἐρυθρὰς ἔχων γραμμάς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. Ἀθήν. 321Ε. | |lstext='''ἐρυθρόγραμμος''': -ον, ἐρυθρὰς ἔχων γραμμάς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. Ἀθήν. 321Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρυθρόγραμμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ [[πολύγραμμος]] καὶ [[ἐρυθρόγραμμος]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with red lines, Arist.Fr.294, cf. Ath.7.321e.
German (Pape)
[Seite 1036] mit rothen Linien, Ath. VII, 305 d 321 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρόγραμμος: -ον, ἐρυθρὰς ἔχων γραμμάς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. Ἀθήν. 321Ε.
Greek Monolingual
ἐρυθρόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -γραμμος < γραμμή.