ἠλιβάτας: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(6_19) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠλιβάτας''': -ου, ὁ, [[ἀναβαίνω]] εἰς ὑψηλὰ μέρη, [[τράγος]] Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 ([[ἔνθα]] ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας). | |lstext='''ἠλιβάτας''': -ου, ὁ, [[ἀναβαίνω]] εἰς ὑψηλὰ μέρη, [[τράγος]] Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 ([[ἔνθα]] ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠλιβάτας]], ὁ (Α)<br />αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει [[ψηλά]] («ἡλιβάτας [[τράγος]]», Αντιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηλίβατος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
[βᾰ], ὁ,
A haunting the heights, τράγος Antiph.133.3, cf. Anaxil.12 (-βάτους codd.):—hence ἡλῐ-βᾰτέω, haunt the heights, Sch. Il.15.273.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλιβάτας: -ου, ὁ, ἀναβαίνω εἰς ὑψηλὰ μέρη, τράγος Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 (ἔνθα ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).
Greek Monolingual
ἠλιβάτας, ὁ (Α)
αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει ψηλά («ἡλιβάτας τράγος», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίβατος].