ἀναπτερωτός: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_15)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπτερωτός''': ὁ, ὁ ἀναπτερῶν, «ὅτι ἀναπτερωτόν τι [[χρῆμα]] ἡ [[νίκη]]» Μενάνδρ. Ἱστ. Ἀποσπ. 428.
|lstext='''ἀναπτερωτός''': ὁ, ὁ ἀναπτερῶν, «ὅτι ἀναπτερωτόν τι [[χρῆμα]] ἡ [[νίκη]]» Μενάνδρ. Ἱστ. Ἀποσπ. 428.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[versátil]], [[volandero]] ἀναπτερωτόν τι χρῆμα ἡ νίκη Men.Prot.p.10.
}}
}}

Revision as of 12:12, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπτερωτός Medium diacritics: ἀναπτερωτός Low diacritics: αναπτερωτός Capitals: ΑΝΑΠΤΕΡΩΤΟΣ
Transliteration A: anapterōtós Transliteration B: anapterōtos Transliteration C: anapterotos Beta Code: a)napterwto/s

English (LSJ)

όν,

   A excitable, fickle, χρῆμα ἡ νίκη Men.Prot.p.10 D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπτερωτός: ὁ, ὁ ἀναπτερῶν, «ὅτι ἀναπτερωτόν τι χρῆμανίκη» Μενάνδρ. Ἱστ. Ἀποσπ. 428.

Spanish (DGE)

-όν
versátil, volandero ἀναπτερωτόν τι χρῆμα ἡ νίκη Men.Prot.p.10.