οἰνών: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_22)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνών''': -ῶνος, ὁ, [[ἀποθήκη]] οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9˙ οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D˙ [[οἰνεών]], Γεωπ. 7. 7, 6˙ πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.
|lstext='''οἰνών''': -ῶνος, ὁ, [[ἀποθήκη]] οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9˙ οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D˙ [[οἰνεών]], Γεωπ. 7. 7, 6˙ πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />cellier pour le vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

οἰνών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9˙ οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D˙ οἰνεών, Γεωπ. 7. 7, 6˙ πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
cellier pour le vin.
Étymologie: οἶνος.